- προξεινος
- πρόξεινοςὁ и ἥ ион. = πρόξενος См. προξενος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόξεινος — ὁ, Α βλ. πρόξενος … Dictionary of Greek
πρόξεινος — πρόξενος public masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek